- ομόνοια
- I
Μυθολογική θεότητα, κόρη του Δία και της θέμιδας ή της Πραξιδίκης, και αδελφή της Αρετής. Ήταν η προσωποποίηση της ομόνοιας των πολιτών. Στην Ολυμπία υπήρχε βωμός της από όπου οι γαμπροί έπαιρναν τις νύφες και τις οδηγούσαν στο σπίτι τους. Μερικές παραστάσεις της θεάς έχουν διασωθεί σε νομίσματα. Στη Ρώμη την τιμούσαν με το όνομα Κονκόρντια.IIΤίτλος ελληνικής εφημερίδας της Αιγύπτου, με έδρα την Αλεξάνδρεια. Ιδρύθηκε το 1880 από τον εκπαιδευτικό Μιχαήλ Μανουσάκη. Αρχικά ήταν εβδομαδιαία και, σε σύντομο διάστημα από την έκδοσή της, έγινε ημερήσια. Την έκδοση της εφημερίδας συνέχισε, μετά τον θάνατο του ιδρυτή της, ο αδελφός του Ιωάννης και, μετά τον θάνατό του (1892), ο τρίτος αδελφός Γεώργιος. Τελικά η εφημερίδα έγινε ιδιοκτησία του Γεωργίου Τηνίου, εκδότη της εφημερίδας Ταχυδρόμος, με την οποία, τελικά, συγχωνεύτηκε.* * *η (ΑΜ ὁμόνοια) [ομόνους]ταυτότητα αντιλήψεων, σκέψεων και αισθημάτων, αρμονική συμβίωση, ομοφροσύνη, συμφωνία, σύμπνοια («νυνὶ δὲ πάντες ἂν ὁμολογήσαιτε ὁμόνοιαν μέγιστον ἀγαθὸν εἶναι πόλει», Λυσ.)αρχ.1. (στους Πυθαγορείους) ονομασία τών αριθμών τρία και εννέα2. ως κύριο όν. Ὁμόνοιαπροσωποποίηση τής αρμονικής συμβίωσης και τής σύμπνοιας μεταξύ τών ανθρώπων3. το φυτό αργεμώνη4. (στη στωική φιλοσ.) «ἐπιστήμη κοινῶν ἀγαθῶν».
Dictionary of Greek. 2013.